- τροπομυοσίνη
- η, Ν(βιοχ.) πρωτεΐνη που απαντά στα αδιάλυτα στο νερό νηματοειδή στοιχεία τών σκελετικών, γραμμωτών μυών και η οποία αποτελεί το 10% έως 11% τής συνολικής συσταλτής πρωτεΐνης τών μυών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μύες — Όργανα με βασική τους ιδιότητα τη συστολή, δηλαδή την ικανότητα να κονταίνουν και, χάρη σ’ αυτή, να προκαλούν κινήσεις των τμημάτων του σώματος στα οποία προσφύονται· εκτός της κινητικής τους δραστηριότητας, οι μ. συμμετέχουν στον μεταβολισμό του … Dictionary of Greek